ΕΚΔΟΣΕΙΣ (4ο): Φ. ΚΑΚΡΙΔΗ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΟΛΟΓΙΑ
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
• Με τον αποικισμό και τη γεωγραφική εξάπλωση, ο Ελληνικός ορίζοντας μεγάλωσε, οι Ελληνικοί πληθυσμοί ήρθαν σε επαφή με πλήθος λαούς και οι πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις πολλαπλασιάστηκαν. Από την ελληνική πλευρά, ιδιαίτερα αισθητές τον 7ο π.Χ. αιώνα είναι οι ανατολικές επιδράσεις, που οι περισσότερες, όπως και θα το περιμέναμε, οφείλονται στο συναπάντημα των Ελληνικών αποικιών της Μικρασίας με τους ανατολίτες γειτόνους τους.
Τα διάφορα ελληνικά φύλα εξακολούθησαν φυσικά να μιλούν καθένα τη διάλεκτό του, όπως και ο κάθε τόπος το ιδίωμά του. Και οι γλωσσικές αποκλίσεις μεταφέρονταν και στις αποικίες, που πάλι η καθεμιά τους κρατούσε τη διάλεκτο και το ιδίωμα της μητρόπολης. Γλώσσα κοινή στα αρχαϊκά χρόνια δεν είχε σχηματιστεί, αλλά βέβαια η συνεννόηση των Πανελλήνων μεταξύ τους δεν παρουσίαζε ιδιαίτερες δυσκολίες.
Η διασπορά του Ελληνισμού στις αποικίες και ο επιμερισμός τους σε μικρότερες πολιτικές ενότητες, τις πόλεις – κράτη, αντισταθμίστηκε από ισχυρές ενωτικές δυνάμεις. Οι ιδιαίτερες σχέσεις που γεφύρωναν τις αποκεντρωμένες αποικίες με τις ελλαδικές μητροπόλεις τους, οι ποικίλες συμφωνίες ανάμεσα στις πόλεις – κράτη, οι αμυντικές συμμαχίες, οι θρησκευτικές ενώσεις (αμφικτυονίαι), οι πανελλήνιοι αγώνες και τα πανελλήνια μαντεία, γιορτές και προσκυνήματα -όλα αυτά- όχι μόνο συγκράτησαν αλλά και δυνάμωσαν στην αρχαϊκή εποχή την ενότητα και την αυτοσυνειδησία των Ελλήνων.
Εξαιρετική θέση κρατούσε στην κοινωνική ζωή των αρχαϊκών αιώνων η θρησκεία, η αρχαϊκή ευσέβεια ήταν βαθύτερη και εντονότερη παρά ποτέ άλλοτε στον αρχαίο κόσμο. Χαρακτηριστική ήταν η ραγδαία αύξηση της σημασίας του μαντείου των Δελφών, στον ομφαλόν της γης, όπου ο αυστηρός και απόμακρος θεός Απόλλωνας είχε παραχωρήσει δίπλα του μια θέση στον πιο λαοφίλητο, οργιαστικό Θεό, τον Διόνυσο.
• Το 481 π.Χ. στο συνέδριο της Κορίνθου η Αθήνα, η Σπάρτη και πλήθος ακόμα πολιτείες είχαν συμπήξει την Ελληνική Συμμαχία για να πολεμήσουν τους Πέρσες. Η συμμαχία διαλύθηκε μετά τα Περσικά, ή καλύτερα επιμερίστηκε σε δύο, στην Πελοποννησιακή και στη Συμμαχία της Δήλου, έτσι που η Ελλάδα να χωριστεί σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα.
Ο διχασμός ήταν ουσιαστικός, καθώς οι δύο ηγετικές πόλεις αντιπροσώπευαν διαφορετικούς κόσμους: η Αθήνα τους προοδευτικούς Ίωνες και τη δημοκρατία, η Σπάρτη τους συντηρητικούς Δωριείς και την ολιγαρχία. Ωστόσο, ο χωρισμός δεν ήταν απόλυτος: στις δωρικές πολιτείες της Πελοποννησιακής Συμμαχίας υπήρχαν πάντα δημοκρατικοί πολίτες, όπως και στις ιωνικές πολιτείες της Συμμαχίας της Δήλου ποτέ δεν έλειψαν οι ολιγαρχικοί. Έτσι, ο πολιτικός διχασμός εισχωρούσε στα εσωτερικά κάθε πόλης, καθώς οι δύο μερίδες βρίσκονταν σε αδιάκοπη, κρυφή ή φανερή, σύγκρουση, που συχνά άγγιζε ή και ξεπερνούσε τα όρια της εμφύλιας σύρραξης.
Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΟΦΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
• Στον διαφωτισμό εντάσσονται όλα τα φιλοσοφικά ρεύματα που βασίζονται στον ορθό λόγο, διαδίδουν τη γνώση και καταπολεμούν τις ριζωμένες, αυθαίρετες και δογματικές αντιλήψεις καθώς και κάθε μορφή αυθεντίας, συχνά και της θεϊκής.
Ο αρχαίος ελληνικός διαφωτισμός ξεκίνησε τον 6ο π.Χ. αιώνα, στην Ιωνία, με τους φυσικούς φιλοσόφους. Αργότερα επικεντρώθηκε και αναπτύχτηκε στην Αθήνα, όπου το σοφιστικό κίνημα, όπως ονομάστηκε, κορυφώθηκε γύρω στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα, όταν έδρασε η λεγόμενη πρώτη γενιά των σοφιστών – άνδρες σοφοί που τριγύριζαν τις ελληνικές πόλεις διδάσκοντας με μεγάλη επιτυχία, και υψηλά δίδακτρα, τους νέους.
• Γενικά στους κλασικούς αιώνες, αλλά ιδιαίτερα μετά τα τραυματικά βιώματα του Πελοποννησιακού πολέμου, οι πολιτείες δεν έπαψαν βέβαια να χτίζουν ναούς και να γιορτάζουν με μεγαλοπρέπεια τις θρησκευτικές γιορτές… Όμως ολοένα και περισσότερο το βαθύ και γνήσιο θρησκευτικό συναίσθημα που διακρίναμε στην αρχαϊκή εποχή παραχωρούσε τη θέση του σε μιαν επιφανειακή ευσέβεια, που μόνο φαινομενικά αντιδρούσε στην ηθική εκτροπή και την αθεΐα.
Τις υπερήφανες γενιές των μαραθωνομάχων και των σαλαμινομάχων, που αυτοί και τα παιδιά τους πραγμάτωσαν και βίωσαν την εποχή της μεγάλης ακμής, διαδέχτηκαν, στο τελευταίο τέταρτο του 5ου π.Χ. αιώνα, οι φανατισμένες γενιές του Πελοποννησιακού πολέμου, και ακολούθησαν, μετά τον πόλεμο, οι τραυματισμένες, αμήχανες γενιές των επιγόνων. Αδυνατισμένες, οι πόλεις-κράτη στάθηκαν ανίκανες να αντισταθούν αποτελεσματικά πρώτα στις περσικές θελήσεις, ύστερα και στην προέλαση των Μακεδόνων…
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Η Κλασική εποχή χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά ζωηρή πνευματική κίνηση όπου μετέχουν προσωπικότητες πρώτου μεγέθους: φιλόσοφοι σαν τον Δημόκριτο, τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, ποιητές σαν τον Πίνδαρο και τους μεγάλους τραγικούς, ιστορικοί σαν τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη, ρήτορες και πολιτικοί σαν τον Περικλή, τον Ισοκράτη και τον Δημοσθένη, επιστήμονες σαν τον Ιπποκράτη κλπ.
Στη μεγάλη τους πλειονότητα οι καλλιτέχνες και οι άνθρωποι των γραμμάτων έζησαν και έδρασαν στην Αθήνα, που με τις επιτυχίες της στα Περσικά, με το μεγαλόπνοο πρόγραμμα του Θεμιστοκλή, με τη Συμμαχία της Δήλου, με τη φωτισμένη διακυβέρνηση του Περικλή και με το φιλελεύθερο δημοκρατικό της πολίτευμα ευνοούσε την πολιτισμική ανθοφορία όσο καμιά άλλη πόλη. Αντίθετα, είναι χαρακτηριστικό ότι στα κλασικά χρόνια η ξενόφοβη, ολιγαρχική και στρατοκρατούμενη Σπάρτη, ακόμα και μετά τη νίκη της στον Πελοποννησιακό πόλεμο, δεν έχει να επιδείξει ούτε έναν αξιόλογο συγγραφέα ή καλλιτέχνη.
• Αξιοπρόσεχτο ότι η ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό πόλεμο, η κατάληψή της και η (προσωρινή) κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος, γεγονότα που σημείωσαν το τέλος της πολιτικής της κυριαρχίας, δεν επηρέασαν αρνητικά την υπεροχή της στα γράμματα, που συνεχίστηκε και τον τέταρτο αιώνα. Κάθε άλλο: η καταδίκη του Σωκράτη, αποτέλεσμα της πολιτικής κακοδαιμονίας που ακολούθησε την καταστροφή, γονιμοποίησε τους φιλοσοφικούς προβληματισμούς και οδήγησε στη δημιουργία μεγάλων φιλοσοφικών σχολών. Και η βαθμιαία επέκταση και κυριαρχία της Μακεδονίας προκάλεσε έντονες πολιτικές συγκρούσεις όπου αναδείχτηκαν πολιτικοί στοχαστές και ρήτορες σαν τον Ισοκράτη, τον Δημοσθένη, τον Αισχίνη κ.ά.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΥΘΟ ΣΤΟΝ ΛΟΓΟ
• Ξεκινήσαμε από τα ομηρικά έπη, έμμετρα αφηγηματικά έργα συνθεμένα σε άνετη, βαριοστολισμένη, τραγουδιστική ποιητική λαλιά – έργα που αναφέρονται στον μυθικό κόσμο των θεών και των ηρώων. Καταλήξαμε στα πεζά επιστημονικά υπομνήματα του Αριστοτέλη, γραμμένα σε συνοπτικό, απέριττο ύφος – έργα που αναφέρονται στον πραγματικό, όχι στον μυθικό κόσμο. Ο δρόμος ήταν μακρύς, μεσολάβησαν πολλά, και η διαφορά, αρχή και τέλος, μεγάλη.
Ωστόσο, όταν μιλούμε για την πορεία από τον μύθο στον λόγο, δεν εννοούμε μόνο τη σταδιακή μετακίνηση των ενδιαφερόντων από τον μυθικό κόσμο στην πραγματικότητα, ούτε μόνο τη βαθμιαία μετάβαση από τους ποιητικούς στους πεζολογικούς τρόπους γλωσσικής επικοινωνίας, αλλά και κάτι σημαντικότερο: την προοδευτική μεταβολή στον τρόπο που οι αρχαίοι αντιλαμβάνονταν, αναζητούσαν και παρουσίαζαν το καλό και την αλήθεια.
Στα πρώιμα χρόνια, του Ομήρου, του Ησιόδου και των λυρικών, το καλό και η αλήθεια προέρχονταν πρώτα και πάνω απ᾽ όλα από τους θεούς. Από αυτούς αντλούσαν τη γνώση τους οι μάντεις, από αυτούς και οι ποιητές. Φυσικά, μια τέτοια γνώση από θεού δεν επιδέχεται αμφισβήτηση και δε χρειάζεται απόδειξη – αλλά βέβαια είχαν δίκιο οι Μούσες όταν αποκάλυψαν στον Ησίοδο ότι «ξέρουν να λεν και τις αλήθειες, ξέρουν να λεν και ψέματα που μοιάζουν με αλήθειες» (Θεογονία 27-8).
• Οι παραπάνω τρόποι να προσεγγίσει και να παρουσιάσει κανείς την άποψή του για το καλό και την αλήθεια ήταν πάντα, και είναι ακόμα σήμερα, συνηθισμένοι. Όμως καθώς περνούσαν τα χρόνια, όλο και περισσότερο οι άνθρωποι ανακάλυπταν το πνεύμα. Και μάθαιναν να χρησιμοποιούν τις συλλογιστικές δυνατότητες: τους ορισμούς, τις κρίσεις, τις λογικές αποδείξεις κλπ. Έτσι, στα κλασικά χρόνια οι ρήτορες και οι σοφιστές ήξεραν καλά πως όταν υπάρχουν δύο ή περισσότερες γνώμες, σωστό είναι να αντιπαραταχτούν με επιχειρήματα και αποδεικτικούς συλλογισμούς, οπότε ο κρείττων λόγος, ο πιο σωστός, αν υποστηριχτεί ορθολογικά θα υπερτερήσει.
Όχι σπάνια, έχοντας διερευνήσει σε βάθος τους αποδεικτικούς τρόπους, οι σοφιστές, είτε για να υπερισχύσουν στους αγώνες λόγων και στους εριστικούς διαλόγους, είτε για να επιδείξουν τη νοητική τους δεινότητα, εκμεταλλεύονταν τις συλλογιστικές δυνατότητες όχι μόνο για να λένε, όπως οι Μούσες, αλλά και για να υποστηρίζουν πειστικά, με λογικά επιχειρήματα, «ψέματα που μοιάζαν με αλήθειες». Παράλληλα, την ίδια εποχή, ο Σωκράτης συζητούσε τις διάφορες απόψεις για το καλό και την αλήθεια, δείχνοντας με την ιδιότυπη διαλεκτική του πως οι περισσότερες δεν άντεχαν σε λογικό έλεγχο.
Ένα βήμα πέρα από τον Σωκράτη, που σταματούσε στον έλεγχο χωρίς ο ίδιος να καταλήγει σε αμετάκλητες απόψεις, οι μαθητές του, με πρώτο και σπουδαιότερο τον Πλάτωνα, πίστεψαν πως πια μπορούσαν να συλλάβουν συλλογιστικά και να στηρίξουν με ακλόνητα επιχειρήματα οριστικές θέσεις για το καλό και την αλήθεια.
Τελευταίος, στις εξελίξεις που παρακολουθούμε, ο Αριστοτέλης δεν περιορίστηκε στο να εκθέτει συστηματικά και τεκμηριωμένα τις απόψεις του για τα πολλά και ποικίλα θέματα που τον απασχόλησαν, αλλά φρόντισε, σε μια σειρά από διατριβές, να συστηματοποιήσει και να μελετήσει σε βάθος τη λογική σκέψη, δηλαδή το ίδιο το Όργανο που επιτρέπει στον άνθρωπο να αναζητήσει με τον νου και να γνωρίσει το καλό και την αλήθεια…
Αργότερα, στην εποχή της δημοκρατικής ακμής, των μεγάλων ιδεολογικών και πολιτικών συγκρούσεων, των σοφιστών και του Σωκράτη, η διερεύνηση των συλλογιστικών τρόπων, η επίπονη αναζήτηση του σωστού και της αλήθειας, ο έλεγχος και η αντιπαράθεση των διαφόρων απόψεων ευνοούσαν άλλους εκφραστικούς τρόπους. Έτσι, αναπτύχτηκαν και κυριάρχησαν (στα δικαστήρια, στην εκκλησία του δήμου, στις σοφιστικές επιδείξεις και αλλού) προφορικά πάλι είδη, ο αγώνας λόγων και ο διάλογος.
• Τέλος, τον 4ο π.Χ. αιώνα, από τη μια οι σωκρατικοί χρησιμοποίησαν ως εκφραστικό μέσο τον διάλογο, σε γραπτή παγιωμένη μορφή που όλο και περισσότερο τον απομάκρυνε από την αρχική του ζωντάνια, από την άλλη ο νηφάλιος γραπτός πεζός λόγος κυριάρχησε στις κάθε λογής πραγματείες ως το μόνο κατάλληλο μέσο για να παρουσιαστούν το καλό και η αλήθεια, απογυμνωμένα από κάθε στολίδι, με μόνο στήριγμα τη λογική.
Ξεχωριστή θέση σε όλα αυτά κατέχει το θέατρο, όπου μέσα του συνυπάρχουν ο μυθικός με τον λογικό τρόπο σκέψης και το τραγούδι με τον διάλογο…
Ένα ιδιαίτερο φαινόμενο διαπιστώνουμε και στη ρητορεία, όπου οι ομιλητές, για να πείσουν ευκολότερα ή και για να παραπλανήσουν τους ακροατές τους, δε διστάζουν μαζί με τα λογικά τους επιχειρήματα να χρησιμοποιούν και τα γοργίεια σχήματα, που βέβαια ανήκουν στα εξωλογικά, «μαγικά», ποιητικά και μουσικά μέσα.
Τελευταία, ίσως περιττή, παρατήρηση: η πορεία από τον μύθο στον λόγο, δηλαδή η βαθμιαία μετάβαση από τον μυθικό-θεολογικό στον ορθολογικό τρόπο σκέψης, και συνάμα από τους ποιητικούς στους πεζολογικούς εκφραστικούς τρόπους, δεν περιορίστηκε στους συγγραφείς και στους διανοούμενους, αλλά αφορούσε το σύνολο της αρχαιοελληνικής κοινωνίας – ουσιαστικά τον τρόπο που οι αρχαίοι αντιλαμβάνονταν και ερμήνευαν τον κόσμο.
Σημείωση: Αντιγραφή τεσσάρων Κεφαλαίων από την «Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία», Φ.Ι. Κακριδή, ΤΟ ΒΗΜΑ, 2013 και Ινστιτούτο Νεολληνικών Σπουδών, 2005.
Ο συγγραφέας, πανεπιστημιακός φιλόλογος – ερευνητής έχει γράψει πολλά άρθρα και βιβλία και έχει μεταφράσει πολλές ξένες επιστημονικές εργασίες σε θέματα της αρχαίας ελληνικης γραμματείας.
Για την Αντιγραφή
Γρηγόρης Γ. Βαρελάς
Συνεχίζεται