ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑΣ Γ. ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ
Μεγάλος ευεργέτης και σπάνιος άνθρωπος
Του Γρηγόρη Βαρελά
«Εις μνημόσυνον αιώνιον έσται δίκαιος» Ψαλμ. ΙΙΙ, 6
Α. Βιογραφικό Σημείωμα
Ο βιογραφούμενος, πρωτότοκο παιδί (μεταξύ πέντε) του Γιώργου Αρβανίτη, γεννήθηκε στην Ελευθέριανη το 1882. Ο παππούς του Νικόλαος Γκούτσιος είχε εγκαταλείψει το Κεράσοβο Κονίτσης περί το 1850, μετά από φόνο τούρκου για το χαράτσι, πολιτογραφήθηκε στην Ελευθέριανη ως Νικόλαος Αρβανίτης, νυμφεύθηκε και απόκτησε τέσσερα αγόρια και δυο κορίτσια.
Ο Νικόλαος Αρβανίτης, κτίστης το επάγγελμα, έκτισε στο χωριό τέσσερα σπίτια, ένα για κάθε «παιδί» του. Όμως ο τρίτος γιος του, ο Χρήστος, θεώρησε την μοιρασιά άδικη και, μια χειμωνιάτικη νύχτα το 1897, έβαλε φωτιά στο σπίτι του αδελφού του Γιώργου, που δεν ήταν στο χωριό. Κάηκαν ολοσχερώς το σπίτι, με τα λιγοστά έπιπλα-σκεύη-εργαλεία και όλες οι προμήθειες (300 οκάδες φασόλια κλπ), που προορίζονταν για διατροφή και σπόρια μέχρι τη νέα σοδειά.
Τα πέντε παιδιά και η μάνα τους, που κοιμόνταν στο υπόγειο, γλύτωσαν ως εκ θαύματος.
Όταν το αστυνομικό απόσπασμα κάλεσε τον δράστη, στην Αγία Κυριακή για απολογία, εκεί παρουσιάσθηκε ο Γιώργος, με την ελπίδα ότι θα σώσει τον δράστη αδελφό του. Όμως το απόσπασμα δεν πίστεψε τους ισχυρισμούς του, θεώρησε ότι ήταν αυτός ο δράστης, τον ξυλοκόπησε άγρια και πέθανε από εσωτερική αιμορραγία.
Η χήρα Κυριάκω και τα πέντε ορφανά, ηλικίας 4 μέχρι 15 ετών, που ήταν ο Επαμεινώνδας, έμειναν, το καταχείμωνο, χωρίς προστάτη, στέγη και τρόφιμα. Χτίσθηκε νέο σπίτι στα γρήγορα, με έντονες κακοτεχνίες. Ο Επαμεινώνδας βγήκε στην ζωοκλοπή, που ήταν την εποχή εκείνη συνηθισμένο «επάγγελμα» και έγινε γρήγορα το πρωτοπαλήκαρο μεγάλου ζωοκλέπτη συγχωριανού του.
Το 1902 οι χωροφύλακες τους εντόπισαν, νύχτα κοντά στο χωριό, έγινε σφοδρή ανταλλαγή πυρών και τραυματίσθηκε ένας χωροφύλακας. Τότε ο Επαμεινώνδας εγκατέλειψε το χωριό (20 ετών) και έφυγε για την Αμερική, με άλλο ονοματεπώνυμο, επειδή ήταν καταζητούμενος από την αστυνομία.
Εγκαταστάθηκε στο Ντητρόϊτ Μίτσιγκαν και εργάσθηκε, ως πιατάς αρχικά και ως μάγειρας αργότερα, σε μεγάλο εβραϊκό εστιατόριο.
Εκεί γνώρισε και ερωτεύθηκε την Αικατερίνη Φουντούκη, από την Παλαιοπαναγιά Σπάρτης. Ήταν χήρα, μικρότερή του κατά 4 χρόνια, είχε εννέα αδέρφια (τα 6 στο Ντητρόϊτ) και δούλευε σε εστιατόριο των αδερφών της. Παρά την έντονη αντίθεση των αδερφών της, παντρεύτηκαν το 1925. Άνοιξαν δική τους καντίνα (fast-food), μία αρχικά και δύο αργότερα, όπου δούλευαν μέρα-νύχτα, αυτός ως μάγειρας και εκείνη ως σερβιτόρα. Με σκληρή εργασία απόκτησαν, σε λίγα χρόνια, τεράστια περιουσία, περίπου 4 εκατ. δραχμές το 1930. Δεν έπαθαν ζημιά από το κραχ, γιατί τα δολλάρια τα έκρυβαν σε στρώματα.
Στο χωριό η μάνα του, η Κυριάκω, τον περίμενε τριάντα χρόνια, με τον καϋμό «να τον δω και να πεθάνω», όπως και έγινε. Το 1932 επέστρεψε στην Ελλάδα, μαζί με την σύζυγό του, που την λάτρευε. Η γριά μάνα του κατέβηκε στη Ναύπακτο, έμεινε με τα παιδιά της μια μέρα, εκείνα έφυγαν (προφανώς για τη Σπάρτη), η γριά στενοχωρήθηκε, αρρώστησε και πέθανε την άλλη μέρα! Η κηδεία της έγινε στη Ναύπακτο, απόντος του Επαμεινώνδα.
Ξαναγύρισαν στην Ελλάδα το 1935. Μεταξύ άλλων αγορών-έργων, έκτισε στη Λεπτοκαριά διόροφο πέτρινο σπίτι, (με μεγάλο κτήμα, δένδρα, δικό του νερό κλπ), όπου, μικρό παιδί, τους γνώρισα από κοντά τρία καλοκαίρια.
Προ του πολέμου έφυγαν πάλι για την Αμερική. Η Αικατερίνη πέθανε το 1946, η σωρός της μεταφέρθηκε με πλοίο (ταξίδι 40 ημερών) και η κηδεία της έγινε στη Ναύπακτο, απόντος του Επαμεινώνδα.
Μετά την απελευθέρωση ο βιογραφούμενος επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα. Το 1957 (75 ετών), νυμφεύθηκε την Ευφροσύνη Μποτάκη, μια καλοκάγαθη γυναίκα, νεότερή του κατά 22 χρόνια. Έμεναν με ενοίκιο, αρχικά στα Πετράλωνα και αργότερα στην Ηλιούπολη, σε ένα δωμάτιο.
Έζησε μαζί της μέχρι το 1963, που η Ευφροσύνη πέθανε. Είχαν αρχίσει ξαφνικά τρομακτικοί κεφαλόπονοι, έχανε τα λογικά της και την έκλεισαν στο Δρομοκαίτειο Ψυχιατρείο στο Δαφνί για δύο χρόνια. Αλλά, όπως αποδείχθηκε από την νεκροψία, έπασχε από καρκίνο στον εγκέφαλο. Από τερατώδες ιατρικό λάθος διάγνωσης πέρασε αβάσταχτους πόνους (χωρίς μορφίνη κλπ) και είχε οικτρό τέλος.
Έτσι έμεινε μόνος και έρημος, με καρδιολογικά προβλήματα να αυτοσυντηρείται ασκητικά, σε ηλικία 81 ετών, με σύνταξη 71 δολλάρια (για ενοίκιο, φαγητό, φάρμακα κλπ) και με συντροφιά τους κοριούς! Πέθανε την 13.5.1970, πάμφτωχος, στο Νοσοκομείο, μέσα σε τρεις μέρες. Η κηδεία του έγινε στον Άγιο Δημήτριο Ναυπάκτου, με δημόσια δαπάνη και παρουσία περίπου 30 ατόμων, και η ταφή του στον Άγιο Γεώργιο.
Είχε φτιάξει μαρμάρινο επιβλητικό τάφο, μπροστά και δεξιά του ναού, αφού είχαν προηγηθεί εκβραχισμοί, με δαπάνη του ίδιου. Ο τάφος αυτός μεταφέρθηκε στο βόρειο-πίσω μέρος του λόφου, όπου και παραμένει ημιτελής (χωρίς μαρμάρινη επένδυση) και με μαυρισμένες (από το χρόνο) τις τέσσερες προτομές, του Επαμεινώνδα, της Αικατερίνης, του πεθερού του και της Ευφροσύνης. Η τελευταία προτομή, (με την επιγραφή ΔΩΡΕΑ), προορίζονταν για τον Άγιο Δημήτριο στην Ελευθέριανη.
Β. Κοινωφελές έργο του
1. Μνημείο Αγνώστου Στρατιώτη. Μαρμάρινο άγαλμα Τσολιά στην κεντρική Πλατεία Φαρμάκη, στη μνήμη της συζύγου του Αικατερίνης. Φιλοτεχνήθηκε, το 1947, σε επιθετική κίνηση ξιφολογχήσεως. Αναρχικοί έχουν σπάσει κατ΄ επανάληψη την κάννη του όπλου του, που λείπει μαζί με την ξιφολόγχη, (όπως και το σπαθί του Θερβάντες, η μύτη της προτομής του δωρητή στον τάφο του κλπ).
Για την προστασία του, πριν το άγαλμα υποστεί ανεπανόρθωτες ζημιές και καταστραφεί, έχω υποβάλει, δημόσια, εμπεριστατωμένη πρόταση στο Δήμο Ναυπάκτου, με σκοπό την εξεύρεση της άριστης δυνατής λύσης (υποβολή προτάσεων, αξιολόγησή των από ειδική Επιτροπή, κάλυψη δαπάνης εκ μέρους μου κλπ).
2. Οικία ημιανώγεια – λιθόκτιστη στο κέντρο της Ναυπάκτου (οδός Αρβανίτη). Μεταβιβάσθηκε το 1947 στο Ίδρυμα «Νοσοκομείο Ναυπάκτου», (που συστάθηκε από τον Γεώργιο Καπουρδέλη), ως δωρεά του στη μνήμη της συζύγου του Αικατερίνης.
Μετά 21 χρόνια απραξίας, η οικία περιήλθε το 1968 στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου Βομβοκούς Ναυπάκτου. Σε εντοιχισμένη πλάκα στην πρόσοψή της, αναγράφεται: «Εις δόξαν Θεού και εις διακονίαν του λαού ανήγειρεν εκ θεμελίων ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ.κ Αλέξανδρος με συνδρομή Επαμ. Αρβανίτη, Σταύρου Τσαντίλη και Μαρίας Διβάρη, εν έτει σωτηρίω 1988″.
Το ισόγειο έχει ενοικιασθεί σε φωτογραφείο και στον πρώτο όροφο, όπως αναγράφεται σε δύο εντυπωσιακές πινακίδες, στεγάζονται ο Σύλλογος Φίλων της ανωτέρω Μονής και ο Ελληνοαμερικανικός Σύλλογος Ναυπάκτου.
Βάσει των ανωτέρω, αδικείται τα μέγιστα η μνήμη του μεγάλου δωρητή. Αλλά, και εν ζωή, όταν ο δωτηρής είχε ξεπέσει οικονομικά και αντιμετώπιζε βιοτικό πρόβλημα, ζήτησε κατ΄ επανάληψη να γυρίσει και να πεθάνει στο σπίτι του, χωρίς αποτέλεσμα!
3. Aνέγερση, εκ θεμελίων το 1950, του Αγίου Δημητρίου στην Ελευθέριανη, στη μνήμη της συζύγου του Αικατερίνης. Τις πέτρες, για να κτισθεί η μεγάλη αυτή και ωραία εκκλησία, τις κουβάλησαν, με ζώα και στην πλάτη τους γυναίκες του χωριού, από απόσταση μέχρι και ένα χιλ/τρο.
4. Αγορά οικοπέδου δύο στρεμμάτων, στην Παλαιοπαναγιά Σπάρτης, ακριβώς απέναντι από το σπίτι της Αικατερίνης, και ανέγερση (1950-51), στη μνήμη της, μεγάλου λιθόκτιστου Δημοτικού Σχολείου, με αθλοπαιδιές, στο οποίο φοιτούσαν τα πρώτα χρόνια 300 παιδιά. Το Σχολείο δεν λειτουργεί από το 1995, καταβάλλονται δε συντονισμένες προσπάθειες για την επαναλειτουργία του.
Για να ολοκληρωθεί η κατασκευή του Σχολείου ο δωρητής αναγκάσθηκε να μεταβεί στις Η.Π.Α. και να δουλέψει (70 ετών) σε καλά αμειβόμενες, αλλά ανθυγιεινές εργασίες (καθαρισμοί υπονόμων).
5. Σωρεία δωρεών, γνωστών και αγνώστων, σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, εκκλησίες – μοναστήρια, συγγενείς και αναξιοπαθούντες, για τις οποίες δωρεές ποτέ δεν μιλούσε (περίπου 500 ευχαριστήριες επιστολές).
Αναπαλλοτρίωτη κατάθεσή του στην Ε.Τ.Ε., (την επιμέλεια της οποίας είχε αναθέσει, με την ίδια σύμβαση, στον γράφοντα), ώστε με τους τόκους της να αγοράζουν οι μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Ελευθέριανης γραφική ύλη κάθε χρόνο, δεν έγινε δεκτή από την Σχολική Εφορεία. Κατέστη δε αδύνατο, λόγω αυτής της αρνήσεως, να μεταφερθεί η κατάθεση, όταν έκλεισε το ανωτέρω Σχολείο, στο Γ΄ Δημοτικό Σχολείο Ναυπάκτου, (όπως ορίζονταν στο έγγραφο της δωρεάς), με αποτέλεσμα η δωρεά να καταλήξει στο Δημόσιο.
Γ. Συμπερασματικά, ο Επαμεινώνδας Αρβανίτης ήταν σπάνιος άνθρωπος.
Λεβέντικη κορμοστασιά, ευθυτενής και πάντοτε καλοντυμένος, μέχρι πριν καταπέσει.
Διάβαζε συνεχώς και έγραφε πυκνά και δυσανάγνωστα κολλυβογράμματα. Γλυκομί-λητος, πρόσχαρος και ευγενής. Καλοπροαίρετος άνθρωπος της προσφοράς, έπεφτε συχνά θύμα υποκριτών και συμφεροντολόγων και δοκίμαζε απίστευτες απογοητεύσεις από πολλές πλευρές. Βοήθησε πολλούς. Δεν έβλαψε κανένα, εκτός από τον εαυτό του.
Αγαπητός και περιζήτητος παντού, όσο ήταν πλούσιος. Όταν ξέπεσε οικονομικά τον ξέχασαν οι πάντες. Αλλά παρέμεινε πάντοτε αξιοπρεπής και υπερήφανος, σωστός και ακέραιος.
Ο συμπατριώτης μας και μεγάλος ευεργέτης Δημ. Παπαχαραλάμπους, με τον οποίον είχα άριστες φιλικές σχέσεις, μου ζήτησε πολλές φορές να τον πείσω να μετακομίσει σε καλό σπίτι, με δαπάνη του. Κατέστη αδύνατο!
Πέρασε ταραγμένη ζωή, με τραυματικά βιώματα και πολλές πικρίες. Του στοίχισε πολύ που έχασε νωρίς δύο θαυμάσιες συζύγους, 56 και 59 ετών, που τις λάτρευε κυριολεκτικά.
Φτωχός όταν ήταν μικρός, πλούσιος και ευεργέτης μετέπειτα, πάμφτωχος και στερημένος στα γεράματά του. Αν επέστρεφε σήμερα στη ζωή, θα ξαναγύριζε στον άλλο κόσμο, αυτοστιγμεί, μόλις αντίκριζε το σπίτι του, το Δημοτικό Σχολείο στην Παλαιοπαναγιά Σπάρτης, τον τάφο του. Από εγκεφαλικό ή συγκοπή καρδιάς!
Σημειώσεις
1. Στον Επαμεινώνδα Γ. Αρβανίτη ταιριάζει ο επιτάφιος του μεγάλου ποιητή και πολυεδρικού δραματουργού Μπερτολτ Μπρεχτ (Ποιήματα, μετάφραση Μ. Πλωρίτη, πέμπτη έκδοση, 2000, σελ. 95, Epitaph fur M.): «Από τους καρχαρίες γλύτωσα, τις τίγρεις τις εσκότωσα και με καταβροχθίσαν οι κοριοί»!!!
2. Με τις απόψεις, ως προς το άγαλμα του Τσολιά, του συμπατριώτη εκπαιδευτικού (που εκφράζεται ως φρούραρχος της Ναυπάκτου και ως θεόπεμπτη αυθεντία του πνεύματος), θα συμφωνούσε και ο Μπρεχτ (όπως ανωτέρω, σ.30) στο ποίημά του «ΑΥΤΗ Η ΑΝΕΡΓΙΑ!»:
«… ν΄ αποφασίσωμεν ότι το πρόβλημα ελύθη, και να το παραδώσωμεν στην λήθη».
Αλλά και εγώ θα συμφωνούσα ευχαρίστως με τον συμπατριώτη μου εκπαιδευτικό, υπό την προϋπόθεση ότι ίσως μπορεί, λόγω ειδικότητας, αλλά και κάποιας πνευματικής συγγένειας μαζί τους (ως προς το βίαιο ύφος του), να πείσει όσους ενεργούν βίαια να μην καταστρέψουν το ωραίο αυτό ΕΡΓΟ τέχνης.
3. Όταν ολοκληρωθεί, θετικά ή αρνητικά, η προσπάθειά μου να μην καταστραφεί το άγαλμα του Τσολιά, θα φέρω στη δημοσιότητα πληρέστερη βιογραφία του αδικημένου δωρητή, του «αγράμματου πιατά», όπως τον αποκαλούσαν κάποιοι άλλοι μορφωμένοι της εποχής εκείνης, με καταγραφή όλων των σχετικών προτάσεων και απόψεων, ώστε να αποδοθούν κάποτε «τα του Καίσαρος τω Καίσαρει»!.